- κυανοχαίτα
- κυανοχαίτᾱ , κυανοχαίτηςdark-hairedmasc nom/voc/acc dualκυανοχαίτᾱ , κυανοχαίτηςdark-hairedmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυανοχαῖτα — κυανοχαίτης dark haired masc voc sg κυανοχαίτης dark haired masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν … Dictionary of Greek